- ἄγυια
- ἄγυιοςwithout limbsneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀγυιά — ἀγυιά̱ , ἀγυιά fem nom/voc/acc dual ἀγυιά̱ , ἀγυιά fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυιᾷ — ἀγυιά fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγυιά — και άγυια / ἀγυιά και ἄγυια, η (Α) 1. οδός, δρόμος, λεωφόρος 2. θαλάσσιος δρόμος 3. σύνολο δρόμων, πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγω τύπος μετοχής ενεργ. παρακμ. χωρίς αναδιπλασιασμό με μετακίνηση τού τόνου. ΠΑΡ. ἀγυιαῖος, Ἀγυιάτης, Ἀγυιεύς. ΣΥΝΘ. αρχ.… … Dictionary of Greek
Ἀγυιᾶ — Ἀγυιεύς guardian of the streets and highways masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυιᾶ — ἀγυιεύς guardian of the streets and highways masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυιάν — ἀγυιά̱ν , ἀγυιά fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυιάς — ἀγυιά̱ς , ἀγυιά fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυιαῖς — ἀγυιά fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυιαί — ἀγυιά fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυιᾶν — ἀγυιά fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)